ψειριάζω

ψειριάζω
Ν [ψείρα]
(αμτβ.)
1. γεμίζω ψείρες
2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) ψειριασμένος, -η, -ο- ψειριάρης.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ψειριάζω — ψειριάζω, ψείριασα, ψειριασμένος βλ. πίν. 35 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ψειριάζω — ψείριασα, ψειριασμένος, γεμίζω ψείρες, αποκτώ ψείρες: Στην Κατοχή ψείριασαν πολλοί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -ιάζω — κατάληξη ρημάτων τής Νέας Ελληνικής, η οποία εμφανίζεται: α) σε ρήματα που έχουν σχηματιστεί με την αρχ. κατάλ. άζω και προέρχονται από ουσ. ή επίθ. με θεματικό φωνήεν ι [πρβλ. αγιάζω (< άγιος), αιφνιδιάζω (< αιφνίδιος), εφοδιάζω (<… …   Dictionary of Greek

  • αλαλιάζω — 1. κάνω κάποιον άλαλο, ανόητο, τον αποβλακώνω 2. φέρνω κάποιον σε κατάσταση ζάλης, τόν κάνω ανίκανο να αντιλαμβάνεται αυτά που συμβαίνουν γύρω του 3. φέρνω κάποιον σε σύγχυση και αμηχανία, ζαλίζω, σκοτίζω 4. ζαλίζομαι, σκοτίζομαι, περιέρχομαι σε… …   Dictionary of Greek

  • ξεψειριάζω — και ξεψειρίζω απαλλάσσω κάποιον ή απαλλάσσομαι ο ίδιος από τις ψείρες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε) * + ψειριάζω] …   Dictionary of Greek

  • ψείριασμα — το, Ν [ψειριάζω] κοινή ονομασία τής φθειρίασης …   Dictionary of Greek

  • ψειριασμένος — η, ο, Ν βλ. ψειριάζω …   Dictionary of Greek

  • κονιδιάζω — ιασα, κονιδιασμένος, η, ο, αμτβ., γεμίζω κόνιδα, ψειριάζω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”